- φαραδικός
- -ή, -ό, Ν [φαράδιο]1. ο σχετικός με τη θεωρία και τις ανακαλύψεις τού Φαραντέυ2. φρ. «φαραδικό ρεύμα» — διακοπτόμενο ασύμμετρο εναλλασσόμενο ηλεκτρικό ρεύμα υψηλής τάσης που παράγεται στο δευτερεύον πηνίο ενός επαγωγέα.
Dictionary of Greek. 2013.